- δεικτηριας
- δεικτηριάς-άδος ἥ мимическая актриса Polyb.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δεικτηριάς — δεικτηριάς, η (Α) [δεικτήριον] γυναίκα μίμος, ηθοποιός … Dictionary of Greek
δεικτηριάδων — δεικτηριάς mima fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)